Σιντάρτα (Σεραφείμ Σίγμα)

Σιντάρτα

Ήμουν κάτι ανάμεσα σε μία πορτοκαλί κλωστή και σε ένα κοράκι που χτυπάει δεμένο της πάνω σε τοίχο. Στάθηκα απότομα και κατάλαβα τριγύρω μου την απουσία του αέρα. Το τοπίο κάπως γκρίζο με καφέ παρέπεμπε σε εξωγήινες παραστάσεις από καρτούν του ’80. Χτύπησα τα δάκτυλα μου να σηκωθώ. Σηκώθηκα με ένα ποτήρι μέλι στο χέρι. Το άπλωνα στο μονοπάτι που σχημάτιζε ένας στρατός μυρμήγκια εμπρός. Κοντοστάθηκα σε μία ξεραμένη λεύκα διαπιστώνοντας πως το στόμα της κλωστής μου είχε γίνει χρυσαφί. Λίγο – λίγο κατρακύλησα ως την πρώτη πολιτεία που βρήκα. Είδα μέσα της, στην αρχή σαν κόκος άμμου και αργότερα σαν πετραδάκι, πέτρα και βράχος, πως τα πράγματα δεν αλλάζουν. Μπορεί να αλλάζει το φως, μπορεί να αλλάζει το σχήμα, μα όλα παραμένουν λίγο – πολύ τα ίδια. Τα ίδια μισερά έντομα κάτω από το ίδιο υπόλευκο σκοτάδι μυστηρίου. Αναγκάστηκα να αναγεννηθώ σε σαύρα, μήπως και μοιάσω περισσότερο στο γένος των ανθρώπων με τα πλακουτσωτά κρανία και τα μάτια μέσα στο στόμα. Σκαρφάλωνα σε δένδρα και έβγαζα την γλώσσα μου σε νόστιμες μύγες. Ατύχησα. Οι σαύρες περπατάνε ανάποδα και βλέπουν τα στραβά αυτού του κόσμου ίσια. Αηδίασα. Στην επόμενη μετάβασή μου προτίμησα την τύχη του γρασιδιού. Έκανα μεγαλύτερη διαδρομή. Ξεκίνησα από το ξεραμένο χώμα, έζησα όλες του τις μεταπτώσεις και τέλος κατέληξα πολτός ξανά στο έδαφος απ’ τον πρωκτό μίας κατσίκας. Μάταια όλα. Λαχτάρησα το νερό. Το νερό που απουσίαζε σε όλες τις εικόνες από τα μάτια μου. Το νερό που από μέσα του ξεπηδάει η ζωή. Αλάργεψα στο μέσο του πελάγους και έγινα ένα με όλα τα ύδατα του πλανήτη. Απελπίστηκα. Μπορούσα εύκολα να βρεθώ όπου ήθελα και να συναντήσω τις ίδιες συμπεριφορές και την ίδια φαυλότητα. Γι’ αυτό ο κύκλος είναι το τελειότερο σχήμα, κρύβει μέσα του την αλήθεια της ύπαρξης. Συνεχίζουμε και γυρνάμε στα ίδια. Ίσως όχι οι ίδιοι αλλά σίγουρα η μοναδικότητα μας έχει ξανασυναντηθεί. Μία έμπνευση που στοιβάζει σκουπίδια γνώσεων χιλιάδων προηγούμενων μεταπτώσεων κρύβει μέσα της αυτή την κατάντια, τη σαπίλα, την αδιαφορία. Έχασα την αίσθηση του χρόνου. Μπαινοέβγαινα σε καταστάσεις και κατέληγα στο ίδιο συμπέρασμα, ώσπου σκέφτηκα ξαφνικά να μην υπάρχω. Σταμάτησα το οτιδήποτε και ανοίγοντας τα χέρια μου στο σύμπαν έβαλα τελεία. Το τί έγινε μετά δεν θα το μάθετε ποτέ, όπως άλλωστε ποτέ δεν το έμαθα και ‘γώ.

This entry was posted in Γενικα, Σεραφειμ Σιγμα. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε