Σπίτι στην καμάρα – Η Έκδοση

Σπίτι στην καμάρα - Ανεξάρτητη έκδοση

Οι Βασίλης Ευφροσυνίδης, Σεραφείμ Σίγμα, Δημήτρης Ευφροσυνίδης και Βασίλης Αναστασίου εκθέτουν 29 ποιήματα και 3 πεζά σε μια ανεξάρτητη έκδοση.

Posted in Γενικα | Σχολιάστε

Καβάλα, Παλιό Υδραγωγείο

Posted in Φωτογραφια | Tagged | Σχολιάστε

Επωδός (Σεραφείμ Σίγμα)

Το <<Σπίτι Στην Καμάρα>> φτιάχτηκε πριν από 7 περίπου χρόνια σε μία εκδρομή στην Καστοριά. Φτιάχτηκε από μία παρέα, με άλλο προορισμό και άλλους στόχους. Στην πορεία η παρέα άλλαξε, οι στόχοι άλλαξαν, άτομα ήρθαν, άτομα έφυγαν και οι ιδέες παρέμειναν «αποτυπωμένες» να εκπροσωπούν (;) τα μέλη της.

Προσωπικά ήμουν από την πρώτη ημέρα υπέρμαχος του <<σπιτιού>> αλλά δεν μπόρεσα -λόγω συγκυριών- να το υποστηρίξω ποτέ κατάλληλα. Περνώντας από την οδό Λαχανά τις προάλλες είδα το σπίτι που το πάνω μέρος του απεικονίζεται σαν φωτογραφία στην κεφαλίδα της σελίδας και ασυναίσθητα θυμήθηκα τη φωτογραφία που βγάλαμε όλα τα παιδιά μαζί τον Αύγουστο του 2011, προτού πάμε στη Θάσο. Μία φωτογραφία που χαρίστηκε σαν πράγμα αλλά σαν ανάμνηση παραμένει να μου θυμίζει την αδράνεια και να με κάνει να συνειδητοποιώ (επιτέλους) εν έτει 2017 αυτό που δεν μπορούσα να παραδεχθώ τόσο καιρό.

Πάντοτε κινούμουν το περιθώριο, σαν το Στέφανο, όπως ακριβώς στη φωτογραφία.

Έτσι λοιπόν έστω και καθυστερημένα δηλώνω ότι φεύγω από τη στέγη του <<σπιτιού>> και συνεχίζω έτσι όπως νιώθω πιο άνετα. Με δύσμορφα έργα μακριά από τα φωτά και τα μάτια τρίτων. Ίσως όχι ως Σεραφείμ, ίσως όχι ως Σίγμα αλλά για όσους θέλουν να με βρουν θα τα λέμε. Σε αυτούς, στους δικούς μου, αυτούς που ακούνε τα μουρμουρητά των τοίχων και όχι τα μουρμουρητά των ανθρώπων, αυτούς που όντως διαβάσαν και κατανοήσαν τον πόνο του ανθρώπου και των πραγμάτων, ας ψάξουν προσεκτικά τριγύρω τους. Δεν θα σταματήσω.

Την αγάπη μου λοιπόν σε όλους μα πιο πολύ στο Βασίλη Αναστασίου, που με την αφιέρωσή του στο πρώτο του βιβλίο με συγκίνησε περισσότερο απ’ όσο ο ίδιος θα περίμενε.

Ο κύκλος έκλεισε σήμερα, ας ανοίξουμε ένα νέο.

Εις το επανιδείν αδέρφια.

(Αν το δει κανείς και έχει όρεξη, ας ανεβάσει την φωτογραφία. Δεν την έχω.)

Posted in Γενικα, Ιαχές, Ιαχες, Σεραφειμ Σιγμα | Tagged , , , | Σχολιάστε

Η ζωή θα κερδίσει – του Κ. Αναστασίου

 

ε

Φωτογραφία : Victor Dragonetti

Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα,
τη σκέψη του αιχμάλωτου,τη σκέψη του ανθρώπου
σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
(Γ. Σεφέρης – Τελευταίος Σταθμός)

Η ζωή θα κερδίσει.
Η ζωή θα κερδίσει αφήνοντας για πάντα συγγενείς και φίλους στο βυθό του Αιγαίου.
Η ζωή θα κερδίσει, δείχνοντας σε μια ξεδοντιασμένη γριά Ευρώπη, πως το μέλλον θα την ξεράσει με σιχασιά.
Η ζωή θα κερδίσει φτύνοντας κατάμουτρα τους ελεεινούς φιλεύσπλαχνους δημοσιοσχετίστες και τις κάμερές τους που τις σέρνουν σε κάθε τους επίσκεψη.
Η ζωή θα κερδίσει επιτρέποντας στα γελοία τίποτα να βγάζουν selfies οίκτου καπηλεύοντας τον πόνο του άλλου για λίγη «μούρη» ακόμη.
Η ζωή θα κερδίσει παρά το πανηγύρι κέρδους που στήνεται στην πλάτη άμοιρων ανθρώπων.
Η ζωή θα κερδίσει παρά τους αριθμολάγνους πολιτικούς της καρπαζιάς που στοιβάζουν ψυχές σε στρατόπεδα, διεκδικώντας ελαφρύνσεις «άλλου τύπου».
Η ζωή θα κερδίσει, ξεβρακώνοντας τον ψευτοπολιτισμό και την διανόηση του καθρέφτη.
Η ζωή θα κερδίσει παρά την αδιαφορία του κομμωτηρίου που χάσκει πίσω απο το τζάμι με ανοιχτό το στόμα.
Η ζωή θα κερδίσει, για τον χαμένο χρόνο απο τις ζωές στους δρόμους και στα στρατόπεδα, για την χλεύη του βολεμένου, για την σύμβαση της ζωής που δεν υπογράφτηκε, για όλα όσα χάθηκαν.
Η ζωή θα κερδίσει, με τα σπαστά της αγγλικά και την επικοινωνία των νοημάτων.
Η ζωή θα κερδίσει, με τρύπια παπούτσια, λασπωμένες κουβέρτες και ξεσκισμένα χαρτόκουτα.
Η ζωή θα κερδίσει, μεγαλώνοντας το βρέφος μαζί με το όνειρο. Ταιριαστά για πάντα.
Η ζωή θα κερδίσει κάνοντας την ιστορία να επαναληφθεί άλλη μια φορά.
Η ζωή θα κερδίσει, γιατί η ζωή μετέχει στην ζωή. Αμέτοχος είναι μόνο ο θάνατος.
Η ζωή θα κερδίσει, καθώς το πρόσωπο του τέρατος θα την τρομάζει για πάντα.
Η ζωή θα κερδίσει. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Γιατί το οφείλει.

Posted in Ιαχές, Κυριάκος Αναστασίου, Κυριακος Αναστασιου, Σπιτι στην Καμαρα, Uncategorized | Tagged , , , , , , , , , , , | Σχολιάστε

Η ομίχλη μπαίνει απο παντού * – του Κ. Αναστασίου

MV5BMTc5Nzk2MDg5NV5BMl5BanBnXkFtZTcwOTY0OTk2Mg@@._V1__SX1857_SY868_

The White Ribbon – Michael Haneke / 2009

Το σκοτάδι και η ομίχλη έχουν επικρατήσει σε αυτό το σπίτι.

Δε βλέπεις γύρω σου; Άνθρωποι που ουρλιάζουν φανατισμένα «πνίξτε τους» ,αναφερόμενοι στους μετανάστες, μας περιτριγυρίζουν αναμένοντας τη στιγμή που θα φωνάξουν κάτι αντίστοιχο και για εμάς.

Ονειρεύονται νέα στρατόπεδα συγκέντρωσης ενώ παράλληλα αρπάζουν με ψηφισμένους κοινοβουλευτικούς νόμους , τιμαλφή και πράγματα αξίας από ανθρώπους ανήμπορους και κατατρεγμένους. Σε λίγο καιρό θα αφαιρούν με χειρουργικές επεμβάσεις γαλάζια μάτια, υγιή όργανα, νεφρά, συκώτια και καρδιές. Κάποια λογική θα βρουν και σε αυτό – δε μπορεί.

Απαγορεύουν την τέχνη που ενοχλεί και δε γλύφει. Αυτοαναγορεύονται σε παντός είδους κριτικούς και βαθμολογούν με αστεράκια ηθικής παραστάσεις, βιβλία, ταινίες, αγάλματα και ανθρώπους. Η τέχνη που βάζει το πρόβλημα στο τραπέζι είναι κατακριτέα, δυσνόητη και κυρίως επικίνδυνη. Ζόφος. Η ελευθερία της τέχνης γίνεται θυσία μπροστά στον βωμό της εκάστοτε πολιτικής σκοπιμότητας που απαιτεί την πλήρη υποταγή στα δικά της θέλω και στην δική της δόμηση του κόσμου.

Το πολιτιστικό ανάστημα καταβαραθρώνεται προκειμένου να εξυπηρετηθούν συμφέροντα καταλαγιάζοντας τις όποιες διαμαρτυρίες υπό τον φόβο και τις απειλές επεισοδίων απο ανθρώπους επικίνδυνους όχι μόνο για την ελευθερία της τέχνης αλλά και για την (όποια) δημοκρατία ενώ παράλληλα γίνεται επίδειξη δύναμης και ισχύος.
Έτσι λειτουργεί ο κόσμος πια. Ίσως έτσι να λειτουργούσε πάντα αλλά όχι τόσο εξόφθαλμα, τόσο ξεδιάντροπα. Το γρανάζι της μηχανής δε θέλει λάδωμα. Ξεβρακώθηκε. Παρόλα αυτά εσύ επιμένεις.

Αποκοιμήθηκες μέσα σε μια φούσκα που σε ανέβαζε ολοένα και ψηλότερα χωρίς να σκέφτεσαι το ενδεχόμενο αυτή η φούσκα να σκάσει. Δεν έβλεπες την επέλαση των βαρβάρων. Ο φασισμός εκσυγχρονίστηκε και σε περικύκλωσε ενόσω τα αμυντικά σου αντανακλαστικά περίμεναν να αντικρύσουν Βέρμαχτ και κράνη για να θέσουν σε λειτουργία το ανοσοποιητικό σου.

Ξέρασες το παρελθόν και τις διδαχές του, αρχίζοντας να καλπάζεις προς την ανάπτυξη και τους ανεμόμυλους. Χόρτασες την κοιλιά σου και πίστεψες πως ο κόσμος τελειώνει εδώ. Ο κόσμος κακόμοιρε δε τελειώνει πουθενά όπως και η ιστορία του. Επανέρχεται συνεχώς μπροστά μας με άλλα ονόματα, συνθήκες και τρόπους μα πάντα με τα ίδια κίνητρα και ορέξεις.

Έκρυβες το πρόβλημα κάτω από το χαλί πιστεύοντας πως ότι δε βλέπεις δεν υπάρχει ενώ παράλληλα άνοιγες μπίζνες με πολιτισμένους ευρωπαίους πιστεύοντας πως κάπου εκεί υπάρχει η ελπίδα και το δικαίωμα. Όλα γκρεμίστηκαν και απέμεινες πια μόνος σου αναζητώντας σωτηρία σε εθνικά ιδεώδη, λαμπερά φωτάκια του παρελθόντος και οπισθοδρομικές απόψεις και τακτικές που οδηγούν σε μεσαιωνικές συνθήκες.

Οι μειοψηφίες τάγματα ξυπόλητα και ακόμη ψάχνουν απόλυτα σκοτάδια για να σκαρφαλώσουν.

*ποίημα του Βύρων Λεοντάρη

Posted in Ιαχές, Κυριάκος Αναστασίου, Κυριακος Αναστασιου, Uncategorized | Tagged , , , , , , , , | Σχολιάστε

Σκληρά και ασυνείδητα – του Κ. Αναστασίου

refugees_0 Όσο κι αν η ζωή προχωράει και εξελίσσεται η ανθρώπινη ιστορία παραμένει προσκολλημένη σε ένα παρελθόν μαύρο, πικρό και ανελέητο. Οι ίδιες παραστάσεις παρουσιάζονται συνεχώς μπροστά μας απλώς αλλάζει η συνοδεία της χρονολογίας στην λεζάντα της φωτογραφίας.

2015 και άνθρωποι θαλασσοπνίγονται. Μανάδες με βλέμματα χαμένα, δίνουν τα παιδιά τους στα πρώτα χέρια που θα βρουν μόλις πατήσουν στεριά μήπως και εκείνα τα σώσουνε. Πατεράδες ανήμποροι να προστατεύσουν τις οικογένειές τους. Παιδάκια που δεν έχουν καταλάβει τί συμβαίνει γύρω τους.

Το βλέπεις στο βλέμμα όλων αυτών των ανθρώπων. Τους περιμένει ένας βέβαιος θάνατος στην Ευρώπη του 2015. Έρχεται ο χειμώνας, οι κακουχίες του δρόμου είτε ακόμη και η απέλαση που θα τους οδηγήσει πίσω στη χώρα τους όπου θα δολοφονηθούν απο τα εκεί καθεστώτα ως προδότες, ως φυγάδες.

Νεκρά σώματα θάβονται όπως- όπως για να πάρουν σειρά τα επόμενα και το επόμενο πρωί τα επόμενα και πάει λέγοντας. Αυτός ο ήλιος δίνει το έναυσμα για την σκληρή πραγματικότητα. Πρώτα ο πνιγμός, μετά η ταφή και έπειτα το σκοτάδι και η σιωπή.

Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, θα χαθούν για πάντα απο τη μνήμη και απο την ιστορία όταν πέσει στο πρόσωπό τους η τελευταία φτυαριά χώματος και τους θάψει όσο πια βαθειά γίνεται, προσπαθώντας να θάψει μαζί και την ντροπή μιας κοινωνίας που δείχνει να βολεύεται στο να μοιράζει τρόφιμα μια φορά την εβδομάδα πιστεύοντας πως κάνει έτσι το καθήκον της και καθαρίζει.

» ΑΓΝΩΣΤΟΣ » και απο κάτω ημερομηνία ταφής. Κανείς δεν θα ψάξει, κανείς δε θα μάθει, κανείς γενικώς και για κανέναν.

Αυτό είναι το φάντασμα της Ευρώπης. Ένας καθρέφτης που δε τολμάει να τον κοιτάξει ποτέ. Ένα ραγισμένο ποτήρι κειμήλιο απο το μπαούλο της γιαγιάς που δεν θέλησε ποτέ να το ανοίξει για να ξεκαθαρίσει με τους παλιούς λογαριασμούς. Ένα ξεπερασμένο παραμύθι που δεν εκπέμπει πια καμία μαγεία και λάμψη. Ένα ξεφτισμένο κουρέλι που φοριέται πάνω σε ρυτιδιασμένο σώμα μιας ξεδοντιασμένης γριάς που επιμένει να ζει στο δοξασμένο παρελθόν της χωρίς να έχει αντίληψη ( ή χωρίς να θέλει να καταλάβει) το επαίσχυντο παρών της.

Έτσι κυλάει η ζωή σε τούτα εδώ τα μέρη. Σκληρά και ασυνείδητα. Τούτος ο τάφος δε σημαίνει τίποτα. Τούτος ο τάφος στους αιώνες των αιώνων παραμένει σύμβολο κενό. Τούτος ο τάφος φυλάκισε μέσα του ελπίδες γερασμένες και όνειρα αλλοιωμένα. Τούτος ο τάφος δε θα δεχτεί δάκρυα συγγενών αλλά ούτε και κάποιου άλλου. Τούτος ο τάφος έχει χώρο για όλους μας. Τούτος ο τάφος.

Τούτος ο τάφος. Δεν είναι τάφος.
Είναι η σωτηρία του κόσμου και το δικαίωμα.
( Άκης Πάνου)

Posted in Γενικα, Ιαχές, Κυριάκος Αναστασίου, Κυριακος Αναστασιου | Tagged , , , , , , , , , , | Σχολιάστε

Μεταξύ τεράτων – του Κ. Αναστασίου

φώτο : Le Havre/ Το λιμάνι της Χάβρης - Aki Kaurismäki , 2011

φώτο : Le Havre/ Το λιμάνι της Χάβρης – Aki Kaurismäki , 2011

     Όταν όμως το πρόσωπο του τέρατος πάψει να μας τρομάζει,

  τότε πρέπει να φοβόμαστε, γιατί αυτό σημαίνει ότι έχουμε αρχίσει να του μοιάζουμε.
Μάνος Χατζιδάκις

Η θάλασσα έχει πάψει εδώ και μέρες να ξεβράζει φύκια και ξύλα. Μόνο άψυχα σώματα φέρνει και τα ακουμπάει στα πόδια μας. Παιδάκια με πρησμένες κοιλιές έχουν καταπιεί θαλασσινό νερό και μαζί με αυτό όλη τη ντροπή και την ξιπασιά του κόσμου. Μερικά πακέτα μακαρόνια για κάποιους αρκούν ώστε να καμφθούν οι συνειδήσεις και να γίνουν τηλεοπτική σούπα ή φωτογραφίες επιδεικνυόμενης αλληλεγγύης στα κοινωνικά μέσα.

Ο αέρας του πρωινού, δεν είναι φρέσκος. Φέρνει κάτι απο πυρίτιδα, καμένη σάρκα και αίμα. Ξεχειλωμένα συνθήματα ειρήνης πάνω σε τρύπια πανό, μεταφέρονται μαζί με τους διαμελισμένους διαδηλωτές. Χέρια, καρδιές παλλόμενες και αιτήματα ορφανά – πια – μαζί με τσακισμένα όνειρα και λουλούδια.

Η βροχή που πέφτει είναι μαύρη. Τρυπάει τις στέγες και μπαίνει στα σπίτια. Δεν δροσίζει αλλά καίει. Κουβαλάει αμφισβήτηση και επιδιώκει την συνειδητή αποχώρηση απο το παιχνίδι. Ξεβρακώνει τους ποιητές. Κάνει τους άστεγους ένα με όλους και τα χαρτόκουτά τους ποθητά.
Η καθημερινότητα τους έγδαρε και το νερό μοιάζει οινόπνευμα σε πληγή. Μέρες πάνω σε μέρες και η ζωή πάντα κάπου αλλού.

Παρόλα αυτά η τηλεόραση συνεχίζει να φωτίζει στο σαλόνι ξερνώντας σκουπίδια. Το παιδί έχει ακόμη κρεμασμένη στο δωμάτιο την αφίσα του Φρανκεστάϊν. Τα λεωφορεία συνεχίζουν να πηγαινοέρχονται στις ίδιες γραμμές. Τα ποτάμια βρίσκουν την θάλασσα και η ζωή συνεχίζεται.

Χωρίς τρόμο, χωρίς απέχθεια, χωρίς σκέψη. Τέρατα μεταξύ τεράτων.

Posted in Ιαχές, Κυριάκος Αναστασίου, Κυριακος Αναστασιου | Tagged , , , , , , , , , , , , | Σχολιάστε

Μετρό (Σεραφείμ Σίγμα)

Στιγμιότυπο 2015-09-13, 11.22.42 π.μ.

Πράξη πρώτη: “ Δεν έχω χρόνο να γελάσω”

Σάββατο, 29 Νοεμβρίου 2014, Αττική

Έχω ξυπνήσει από τα χαράματα και δεν έχω σταματήσει στιγμή να κινούμαι: ντους, δόντια, ντύσιμο, αποχώρηση απ’ το ξενοδοχείο, γρήγορο περπάτημα ως τη στάση του μετρό στην Πανόρμου, αγορά εισιτηρίου.

Δεν προλαβαίνω να κοιτάξω το ρολόϊ και ο συρμός σταματάει μπρος στα πόδια μου. Μπαίνω μέσα. Υπάρχουν κενές θέσεις αλλά δεν κάθομαι. Δεν θέλω να καθήσω. Τα μάτια μου περιεργάζονται το τοπίο και συνδυάζουν ονόματα στάσεων και πρόσωπα. Απέναντι μου στέκονται δύο ξένες γυναίκες με κοντά μαλλιά· η μία κόκκινα, η άλλη γκρίζα. Μιλάνε στην αρχή σε άπταιστα Αγγλικά με έναν γηραλέο Άγγλο με κοκκινωπά μάγουλα που ψάχνει να βρει το Θησείο, μετά αρχίζουν να σχολιάζουν τη διαδρομή στα Γερμανικά.

Στη Δουκίσσης Πλακεντίας ανεβαίνει ένας μελαχρινός άνδρας γύρω στα 50 και με γάργαρη φωνή ανακοινώνει ότι πουλάει στυλό και αναπτήρες για το γιό του, ο οποίος νοσηλεύεται. Αναφέρει όνομα νοσοκομείου και θάλαμο. Μπαίνω στον πειρασμό να αμφισβητήσω τα λεγόμενά του αλλά με προσπερνάει σβέλτα και παρόλα τα κιλά του κατευθύνεται σε έναν καλοστεκούμενο κύριο με σουέντ σακάκι που του ένευσε κρατώντας ένα δίευρω.

Στο Χολαργό μπαίνει μέσα ένα τσιγγανάκι και παίζει τον “γαλάζιο δούναβη”. Κοντοστέκεται σε μια χαριτωμένη ξανθιά που κόβει με την άκρη του ματιού της όλα τα αρσενικά του βαγονιού. Ο μικρός αρχίζει να ζωηρεύει το ρυθμό του. Εκείνη, μόλις της δίνει σημασία, τον αγνοεί. Δεν τον ενδιαφέρει· πίσω του είναι δύο μεσόκοπες ζωντοχήρες με καφέδες στο χέρι, πρόθυμες να λικνιστούν ελαφρώς και να τον ασημώσουν.

Το βαγόνι γελάει. Εγώ όχι.

Φθάνουμε Σπάτα. Σταματάμε. Βγαίνουμε έξω και σα να μας τραβάει η βαρύτητα προς τη μεριά του αεροδρομίου κατευθυνόμαστε όλοι προς αυτό. Μέσα στο πλήθος ξεχωρίζω μια γνωστή φυσιογνωμία. Φοράει κόκκινες φόρμες και κρατάει δερμάτινη τσάντα στα χέρια. Την αγνοώ. Αγνοώ τα σήματα, τις διαβάσεις, τον αστυνομικό που μου λέει να προσέχω· αγνοώ τα γεγονότα, τη μοίρα, το σήμερα, το αύριο. Το μόνο που θέλω είναι να φύγω.

Πράξη δεύτερη: “Στ’ αεροδρόμιο”

Αφού πέρασα τον έλεγχο, πήγα στην πύλη της πτήσης μου. Κάθομαι πρώτη φορά μετά τις έξι το πρωί αλλά δεν έχω ησυχία. Βγάζω το μπλοκ μου και αρχίζω να ζωγραφίζω γράμματα. Σιγά – σιγά τα γράμματα γίνονται λέξεις, οι λέξεις φράσεις. Καταλήγω σε μία επιστολή και σε μία εικόνα.

Ένας εικοσάχρονος αναμαλλιασμένος να φωνάζει με τα χέρια πίσω απ’ την πλάτη. Το πρόσωπο του είναι χτυπημένο, τα δόντια του προεξέχουν και η φωνή που θα συνόδευε την εικόνα περνάει στο υποσυνείδητο μου.

Θυμάμαι πριν από μήνες άκουσα την είδηση ότι ο υπουργός δικαιοσύνης επισκέφθηκε τις φυλακές στην Αυλώνα. Ξέρεις, εκεί που είχαν και τον Μανώλη. Ήθελε, λέει, να βραβεύσει τους κρατούμενους που πέτυχαν στις πανελλήνιες και οι οποίοι ήταν τέσσερις όλοι κι όλοι. Δύο παρευρέθηκαν στην εκδήλωση, πήραν τα πεντακόσια ευρώ του κράτους, χαμογέλασαν στις κάμερες και αποσύρθηκαν. Ένας μεταφέρθηκε προς . . . σωφρονισμό στη Λάρισα και ο τέταρτος αρνήθηκε για ιδεολογικούς λόγους. Την είδηση την άκουσα στον “ΑΝΤ1” και τώρα που το σκέφτομαι δεν απορώ που δεν είπαν το όνομα του αντιρρησία.

Πάνω στα άβολα καθίσματα της αίθουσας αναμονής σκέψεις και εικόνες συνδυάζονται και προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω το νόημα τους. Μπαίνω στο ίντερνετ και ψάχνω. Ψάχνω και καταλήγω σε τίτλους άρθρων που αναφέρουν ανάκατα ονόματα, υποθέσεις και πηγές:

Αθανάσιος Νάσιουτζικ, Θανάσης Διαμαντόπουλος, σφυρί και “έγκλημα στο Κολωνάκι”, Παυλίνα Νάσιουτζικ, Επαμεινώνδας Κορκονέας, Αλέξης Γρηγορόπουλος, Νικόλας Ρωμανός, Εξάρχεια, η Αθήνα καίγεται, οι νύχτες του Αλέξη, δικαστήριο, εξαφάνιση, Βελβεντό, ληστεία, σύλληψη, βασανιστήρια, Αυλώνα, πανελλήνιες, επιτυχία, άρνηση χορήγησης εκπαιδευτικής άδειας, υποκρισία, απεργία πείνας.

Από τα μεγάφωνα φωνάζουν την πτήση μου, διακόπτω την αναζήτησή μου και μπαίνω στην ουρά για να ανέβω στο λεωφορείο που θα μας μεταφέρει στο αεροπλάνο. Έχω ξεχάσει τί σκεφτόμουν.

Πράξη τρίτη: “Μετά από μέρες”

Πέμπτη, 4 Δεκεμβρίου 2014, Κομοτηνή

Πιάνω τον εαυτό μου να μελετάει όλο και περισσότερο τις τελευταίες μέρες. Η ειλικρίνεια που αντιμετωπίζω τους γύρω μου, αν και ατόφια, είναι επιφανειακή.

Στο βάθος σκεπτόμενος άνθρωπος.

Εγώ και ο Μάκης. Εγώ και ο Σίγμα. Εγώ κι Γιάννης. Εγώ κι Κάτια. Εγώ κι ο Μανώλης. Κατεβαίνω πολλές φορές εδώ κάτω στον Άδη των σκέψεων μου, στον τόπο των χαμένων συζητήσεων και των πληγωμένων ονείρων και μιλάω με τα παιδιά που δεν είχαν ευκαιρία να μεγαλώσουν.

Κάπου εδώ, στο ενδιάμεσο πραγματικότητας και ουτοπίας, βρήκα το Νίκο σήμερα και διαβάζω ξανά τα λόγια του που έρχονται να στοιχειώσουν κάθε τόσο τη θύμησή μου:

«Οι πράξεις που δεν συνδυάζονται με λέξεις ώστε να γίνεται σαφές το νοηματικό τους περιεχόμενο οδηγούν στην σύγχυση, ενώ οι λέξεις που δεν συνοδεύονται από πράξεις είναι κενά νοήματα μιας φλύαρης ουδετερότητας».

Δεν είμαι αναρχικός. Δεν είμαι αντεξουσιαστής. Δεν είμαι καν αριστερός ή φιλελεύθερος αλλά μπορώ να ταυτιστώ απόλυτα με τα λόγια αυτά. Υποστηρίζω τη ζωή μου με τις πράξεις μου και τις πράξεις μου με τη ζωή μου.

Ίσως ο Νίκος πεθάνει. Ίσως να μη γίνει τίποτα, ίσως ακόμη και ο ίδιος να προδώσει τον εαυτό και τις ιδέες του αλλά για εμένα ο αγώνας συνεχίζεται. Από διαφορετικό μετερίζι, με διαφορετικό τρόπο αλλά θα τα καταφέρω. Θα τα καταφέρουμε. Θα υπερνικήσουμε και θα θριαμβεύσουμε στο τέλος.

Venceremos αδέρφια.

Posted in Αφηγημα, Ιαχές, Ιαχες, Πεζογραφια, Σεραφειμ Σιγμα | Tagged , , , , , , , , , , , , , | Σχολιάστε

3731 (Σεραφείμ Σίγμα)

3731

—-

Πάνε μέρες τώρα που μακρύναν τα μούσια μου.

Το γινάτι κρέμεται με νερό απ’ το ταβάνι.

Προσπαθώ να κρατήσω με τα νύχια το σήμερα,

μα μου γλιστρά μέσα απ’ τα δάκτυλα κι ημέρες φεύγουν.

Ντροπιάσαμε την ίδια μας την ύπαρξη και στεκόμαστε

ανήμποροι μπροστά στα σημεία των καιρών.

Σε λίγο κίτρινα φύλλα θα μπουν απ’ το παράθυρο

 και στο μυαλό μου έχει κολλήσει ένα παλιό δίστιχο.

Το είχα γράψει στο μακρόστενο φοιτητικό μου σπίτι.

Διαμέσου σκόνης, έλλειψης επικοινωνίας και εγκράτειας

το χέρι μου με κατεύθυνε προς τα σε.

Ήταν τόσο ωραίες οι μέρες μας

και τις περάσαμε μόνοι.

Εγώ και εσύ.

Επίθεση στη μνήμη των κυττάρων και μια μόνο μύγα

να κοιτά από το καλειδοσκόπιο της το δημοτικό θέατρο

στην μικρή πλατεία που πάρκαρα το αυτοκίνητο.

Είναι περίεργο πως όσο έμενα εκεί

δεν είχα πάει ούτε σε μία παράσταση.

Απαξιούσα.

Αλλάζουν οι ημέρες και έρχονται άλλες.

Βρέθηκα να αποχαιρετώ τους μιναρέδες

και αφήνω πίσω μου έναν κύκλο γεμάτο αγκάθια,

μόνο για να καταλήξω να πιω δηλητήριο από φιλιά στα μάγουλα.

Στο κάστρο πλέον ξανά, τρέμω να ψάξω μέσα μου τη σημασία του νέου

και σαπίζει στα στήθια η ιδέα του αύριο.

Τη μυρίζω κάθε μέρα στις οκτώ.

Άκουσέ με, τρέχω να κρυφτώ.

Posted in Ποιηση, Σεραφειμ Σιγμα | Tagged , , , , , , , | Σχολιάστε

Λήθη (Σεράφειμ Σίγμα)

Λήθη

——–

“The basic lesson of Zen is: Forget Yourself”

Νιώθω ανάσες να μην παίρνουν τα πνευμόνια μου

και πως τα χρόνια μου τα άσπρα προσπεράσαν.

Θορώ της θλίψης σου το άγγιγμα ολόγυρα

και τις ματιές ανθρώπων που γεράσαν.

Ταιριάζω ονείρατα που αρμόζουν ν’ απομείνω

μέσα στον τόπο της άγριας σιωπής,

στο δέρμα σβήνοντας τσιγάρα παραδίνω

κομμάτια ολόκληρα καινούργιας παρακμής.

Σώμα λερώνοντας· λουτρό· φλέβα να βάφει

και βουτηγμένο κόκκινο ήρθε το πρωινό.

Καθρέφτη δεν εχόρτασες γέλιο γλυκό ξυράφι

στείλε μου χαιρετίσματα έτσι να ξεχαστώ.

Posted in Ποιηση, Σεραφειμ Σιγμα | Tagged , , , , , | Σχολιάστε

Αυγουστίμη (Σεραφείμ Σίγμα)

Αυγουστίμη

—————

Αυτά που με γεμίζουνε κι αυτά που με αδειάζουν,

μοιάζουν κοπέλες όμορφες δεμένες με σκοινιά.

Της Ηριγόνης τα έθιμα εκεί ανασταινάζουν [sic],

οπού κρεμιούνται ξέπλεκα μαλλιά απ’ τα κλαδιά.

Φτιαγμένος για κατήφορο, μονάχος για μια μέρα,

γλυκό κερί δεν ένοιωσα, καιρός για να γευτώ.

Είναι το νέκταρ που ποθώ και το ‘χω κάνει πέρα,

μα μ’ έψαξε και βάδισε δάκρυ απ’ το λαιμό.

Λαίμαργα που καθίσαμε οι δυό μας αδερφέ μου

κι από τη θάλασσα μαζί την είδα συντροφιά.

Ανάκατα ξεφύτρωσαν οι πόλοι απόψε Θέ’ μου

και τ’άστρα σιγοπέφτουνε μες στην ακρογιαλιά.

Το έχω το απόγευμα, το έχω και το δείλι

και με το πρώτο βούτηγμα πάντα θ’ αναρριγώ.

Θ’ αναπολώ όμως για καιρό της μορφονιάς τα χείλι,

που μαγεμένα μ’ έστρεψαν να δω προς τον γκρεμό.

Χαλάλι λέω πάλι τους. Γυρίσανε τριγύρω,

γιορτή που στήσανε πολλοί, δεν ήταν χωριστά.

Μονάχος μου, καιρός σαν ‘ρθεί, την κεφαλή θα γύρω

το σώμα γλυκοσέρνοντας κατά την αμμουδιά.

Περικοκλάδες φύκινες κροτάφους θα αγκαλιάσουν

κι βότσαλα ολοστρόγγυλα θα φράξουν το λαιμό.

Του πάτου τα πετρώματα με εμέ θα συνταιριάξουν

κι από τότε που έζησα τώρα πια δεν θα ζω.

Posted in Ποιηση, Σεραφειμ Σιγμα | Tagged , , , , , , , , , , , | Σχολιάστε

Σιντάρτα (Σεραφείμ Σίγμα)

Σιντάρτα

Ήμουν κάτι ανάμεσα σε μία πορτοκαλί κλωστή και σε ένα κοράκι που χτυπάει δεμένο της πάνω σε τοίχο. Στάθηκα απότομα και κατάλαβα τριγύρω μου την απουσία του αέρα. Το τοπίο κάπως γκρίζο με καφέ παρέπεμπε σε εξωγήινες παραστάσεις από καρτούν του ’80. Χτύπησα τα δάκτυλα μου να σηκωθώ. Σηκώθηκα με ένα ποτήρι μέλι στο χέρι. Το άπλωνα στο μονοπάτι που σχημάτιζε ένας στρατός μυρμήγκια εμπρός. Κοντοστάθηκα σε μία ξεραμένη λεύκα διαπιστώνοντας πως το στόμα της κλωστής μου είχε γίνει χρυσαφί. Λίγο – λίγο κατρακύλησα ως την πρώτη πολιτεία που βρήκα. Είδα μέσα της, στην αρχή σαν κόκος άμμου και αργότερα σαν πετραδάκι, πέτρα και βράχος, πως τα πράγματα δεν αλλάζουν. Μπορεί να αλλάζει το φως, μπορεί να αλλάζει το σχήμα, μα όλα παραμένουν λίγο – πολύ τα ίδια. Τα ίδια μισερά έντομα κάτω από το ίδιο υπόλευκο σκοτάδι μυστηρίου. Αναγκάστηκα να αναγεννηθώ σε σαύρα, μήπως και μοιάσω περισσότερο στο γένος των ανθρώπων με τα πλακουτσωτά κρανία και τα μάτια μέσα στο στόμα. Σκαρφάλωνα σε δένδρα και έβγαζα την γλώσσα μου σε νόστιμες μύγες. Ατύχησα. Οι σαύρες περπατάνε ανάποδα και βλέπουν τα στραβά αυτού του κόσμου ίσια. Αηδίασα. Στην επόμενη μετάβασή μου προτίμησα την τύχη του γρασιδιού. Έκανα μεγαλύτερη διαδρομή. Ξεκίνησα από το ξεραμένο χώμα, έζησα όλες του τις μεταπτώσεις και τέλος κατέληξα πολτός ξανά στο έδαφος απ’ τον πρωκτό μίας κατσίκας. Μάταια όλα. Λαχτάρησα το νερό. Το νερό που απουσίαζε σε όλες τις εικόνες από τα μάτια μου. Το νερό που από μέσα του ξεπηδάει η ζωή. Αλάργεψα στο μέσο του πελάγους και έγινα ένα με όλα τα ύδατα του πλανήτη. Απελπίστηκα. Μπορούσα εύκολα να βρεθώ όπου ήθελα και να συναντήσω τις ίδιες συμπεριφορές και την ίδια φαυλότητα. Γι’ αυτό ο κύκλος είναι το τελειότερο σχήμα, κρύβει μέσα του την αλήθεια της ύπαρξης. Συνεχίζουμε και γυρνάμε στα ίδια. Ίσως όχι οι ίδιοι αλλά σίγουρα η μοναδικότητα μας έχει ξανασυναντηθεί. Μία έμπνευση που στοιβάζει σκουπίδια γνώσεων χιλιάδων προηγούμενων μεταπτώσεων κρύβει μέσα της αυτή την κατάντια, τη σαπίλα, την αδιαφορία. Έχασα την αίσθηση του χρόνου. Μπαινοέβγαινα σε καταστάσεις και κατέληγα στο ίδιο συμπέρασμα, ώσπου σκέφτηκα ξαφνικά να μην υπάρχω. Σταμάτησα το οτιδήποτε και ανοίγοντας τα χέρια μου στο σύμπαν έβαλα τελεία. Το τί έγινε μετά δεν θα το μάθετε ποτέ, όπως άλλωστε ποτέ δεν το έμαθα και ‘γώ.

Posted in Γενικα, Σεραφειμ Σιγμα | Σχολιάστε