3731 (Σεραφείμ Σίγμα)

3731

—-

Πάνε μέρες τώρα που μακρύναν τα μούσια μου.

Το γινάτι κρέμεται με νερό απ’ το ταβάνι.

Προσπαθώ να κρατήσω με τα νύχια το σήμερα,

μα μου γλιστρά μέσα απ’ τα δάκτυλα κι ημέρες φεύγουν.

Ντροπιάσαμε την ίδια μας την ύπαρξη και στεκόμαστε

ανήμποροι μπροστά στα σημεία των καιρών.

Σε λίγο κίτρινα φύλλα θα μπουν απ’ το παράθυρο

 και στο μυαλό μου έχει κολλήσει ένα παλιό δίστιχο.

Το είχα γράψει στο μακρόστενο φοιτητικό μου σπίτι.

Διαμέσου σκόνης, έλλειψης επικοινωνίας και εγκράτειας

το χέρι μου με κατεύθυνε προς τα σε.

Ήταν τόσο ωραίες οι μέρες μας

και τις περάσαμε μόνοι.

Εγώ και εσύ.

Επίθεση στη μνήμη των κυττάρων και μια μόνο μύγα

να κοιτά από το καλειδοσκόπιο της το δημοτικό θέατρο

στην μικρή πλατεία που πάρκαρα το αυτοκίνητο.

Είναι περίεργο πως όσο έμενα εκεί

δεν είχα πάει ούτε σε μία παράσταση.

Απαξιούσα.

Αλλάζουν οι ημέρες και έρχονται άλλες.

Βρέθηκα να αποχαιρετώ τους μιναρέδες

και αφήνω πίσω μου έναν κύκλο γεμάτο αγκάθια,

μόνο για να καταλήξω να πιω δηλητήριο από φιλιά στα μάγουλα.

Στο κάστρο πλέον ξανά, τρέμω να ψάξω μέσα μου τη σημασία του νέου

και σαπίζει στα στήθια η ιδέα του αύριο.

Τη μυρίζω κάθε μέρα στις οκτώ.

Άκουσέ με, τρέχω να κρυφτώ.

This entry was posted in Ποιηση, Σεραφειμ Σιγμα and tagged , , , , , , , . Bookmark the permalink.

Σχολιάστε