Μετρό (Σεραφείμ Σίγμα)

Στιγμιότυπο 2015-09-13, 11.22.42 π.μ.

Πράξη πρώτη: “ Δεν έχω χρόνο να γελάσω”

Σάββατο, 29 Νοεμβρίου 2014, Αττική

Έχω ξυπνήσει από τα χαράματα και δεν έχω σταματήσει στιγμή να κινούμαι: ντους, δόντια, ντύσιμο, αποχώρηση απ’ το ξενοδοχείο, γρήγορο περπάτημα ως τη στάση του μετρό στην Πανόρμου, αγορά εισιτηρίου.

Δεν προλαβαίνω να κοιτάξω το ρολόϊ και ο συρμός σταματάει μπρος στα πόδια μου. Μπαίνω μέσα. Υπάρχουν κενές θέσεις αλλά δεν κάθομαι. Δεν θέλω να καθήσω. Τα μάτια μου περιεργάζονται το τοπίο και συνδυάζουν ονόματα στάσεων και πρόσωπα. Απέναντι μου στέκονται δύο ξένες γυναίκες με κοντά μαλλιά· η μία κόκκινα, η άλλη γκρίζα. Μιλάνε στην αρχή σε άπταιστα Αγγλικά με έναν γηραλέο Άγγλο με κοκκινωπά μάγουλα που ψάχνει να βρει το Θησείο, μετά αρχίζουν να σχολιάζουν τη διαδρομή στα Γερμανικά.

Στη Δουκίσσης Πλακεντίας ανεβαίνει ένας μελαχρινός άνδρας γύρω στα 50 και με γάργαρη φωνή ανακοινώνει ότι πουλάει στυλό και αναπτήρες για το γιό του, ο οποίος νοσηλεύεται. Αναφέρει όνομα νοσοκομείου και θάλαμο. Μπαίνω στον πειρασμό να αμφισβητήσω τα λεγόμενά του αλλά με προσπερνάει σβέλτα και παρόλα τα κιλά του κατευθύνεται σε έναν καλοστεκούμενο κύριο με σουέντ σακάκι που του ένευσε κρατώντας ένα δίευρω.

Στο Χολαργό μπαίνει μέσα ένα τσιγγανάκι και παίζει τον “γαλάζιο δούναβη”. Κοντοστέκεται σε μια χαριτωμένη ξανθιά που κόβει με την άκρη του ματιού της όλα τα αρσενικά του βαγονιού. Ο μικρός αρχίζει να ζωηρεύει το ρυθμό του. Εκείνη, μόλις της δίνει σημασία, τον αγνοεί. Δεν τον ενδιαφέρει· πίσω του είναι δύο μεσόκοπες ζωντοχήρες με καφέδες στο χέρι, πρόθυμες να λικνιστούν ελαφρώς και να τον ασημώσουν.

Το βαγόνι γελάει. Εγώ όχι.

Φθάνουμε Σπάτα. Σταματάμε. Βγαίνουμε έξω και σα να μας τραβάει η βαρύτητα προς τη μεριά του αεροδρομίου κατευθυνόμαστε όλοι προς αυτό. Μέσα στο πλήθος ξεχωρίζω μια γνωστή φυσιογνωμία. Φοράει κόκκινες φόρμες και κρατάει δερμάτινη τσάντα στα χέρια. Την αγνοώ. Αγνοώ τα σήματα, τις διαβάσεις, τον αστυνομικό που μου λέει να προσέχω· αγνοώ τα γεγονότα, τη μοίρα, το σήμερα, το αύριο. Το μόνο που θέλω είναι να φύγω.

Πράξη δεύτερη: “Στ’ αεροδρόμιο”

Αφού πέρασα τον έλεγχο, πήγα στην πύλη της πτήσης μου. Κάθομαι πρώτη φορά μετά τις έξι το πρωί αλλά δεν έχω ησυχία. Βγάζω το μπλοκ μου και αρχίζω να ζωγραφίζω γράμματα. Σιγά – σιγά τα γράμματα γίνονται λέξεις, οι λέξεις φράσεις. Καταλήγω σε μία επιστολή και σε μία εικόνα.

Ένας εικοσάχρονος αναμαλλιασμένος να φωνάζει με τα χέρια πίσω απ’ την πλάτη. Το πρόσωπο του είναι χτυπημένο, τα δόντια του προεξέχουν και η φωνή που θα συνόδευε την εικόνα περνάει στο υποσυνείδητο μου.

Θυμάμαι πριν από μήνες άκουσα την είδηση ότι ο υπουργός δικαιοσύνης επισκέφθηκε τις φυλακές στην Αυλώνα. Ξέρεις, εκεί που είχαν και τον Μανώλη. Ήθελε, λέει, να βραβεύσει τους κρατούμενους που πέτυχαν στις πανελλήνιες και οι οποίοι ήταν τέσσερις όλοι κι όλοι. Δύο παρευρέθηκαν στην εκδήλωση, πήραν τα πεντακόσια ευρώ του κράτους, χαμογέλασαν στις κάμερες και αποσύρθηκαν. Ένας μεταφέρθηκε προς . . . σωφρονισμό στη Λάρισα και ο τέταρτος αρνήθηκε για ιδεολογικούς λόγους. Την είδηση την άκουσα στον “ΑΝΤ1” και τώρα που το σκέφτομαι δεν απορώ που δεν είπαν το όνομα του αντιρρησία.

Πάνω στα άβολα καθίσματα της αίθουσας αναμονής σκέψεις και εικόνες συνδυάζονται και προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω το νόημα τους. Μπαίνω στο ίντερνετ και ψάχνω. Ψάχνω και καταλήγω σε τίτλους άρθρων που αναφέρουν ανάκατα ονόματα, υποθέσεις και πηγές:

Αθανάσιος Νάσιουτζικ, Θανάσης Διαμαντόπουλος, σφυρί και “έγκλημα στο Κολωνάκι”, Παυλίνα Νάσιουτζικ, Επαμεινώνδας Κορκονέας, Αλέξης Γρηγορόπουλος, Νικόλας Ρωμανός, Εξάρχεια, η Αθήνα καίγεται, οι νύχτες του Αλέξη, δικαστήριο, εξαφάνιση, Βελβεντό, ληστεία, σύλληψη, βασανιστήρια, Αυλώνα, πανελλήνιες, επιτυχία, άρνηση χορήγησης εκπαιδευτικής άδειας, υποκρισία, απεργία πείνας.

Από τα μεγάφωνα φωνάζουν την πτήση μου, διακόπτω την αναζήτησή μου και μπαίνω στην ουρά για να ανέβω στο λεωφορείο που θα μας μεταφέρει στο αεροπλάνο. Έχω ξεχάσει τί σκεφτόμουν.

Πράξη τρίτη: “Μετά από μέρες”

Πέμπτη, 4 Δεκεμβρίου 2014, Κομοτηνή

Πιάνω τον εαυτό μου να μελετάει όλο και περισσότερο τις τελευταίες μέρες. Η ειλικρίνεια που αντιμετωπίζω τους γύρω μου, αν και ατόφια, είναι επιφανειακή.

Στο βάθος σκεπτόμενος άνθρωπος.

Εγώ και ο Μάκης. Εγώ και ο Σίγμα. Εγώ κι Γιάννης. Εγώ κι Κάτια. Εγώ κι ο Μανώλης. Κατεβαίνω πολλές φορές εδώ κάτω στον Άδη των σκέψεων μου, στον τόπο των χαμένων συζητήσεων και των πληγωμένων ονείρων και μιλάω με τα παιδιά που δεν είχαν ευκαιρία να μεγαλώσουν.

Κάπου εδώ, στο ενδιάμεσο πραγματικότητας και ουτοπίας, βρήκα το Νίκο σήμερα και διαβάζω ξανά τα λόγια του που έρχονται να στοιχειώσουν κάθε τόσο τη θύμησή μου:

«Οι πράξεις που δεν συνδυάζονται με λέξεις ώστε να γίνεται σαφές το νοηματικό τους περιεχόμενο οδηγούν στην σύγχυση, ενώ οι λέξεις που δεν συνοδεύονται από πράξεις είναι κενά νοήματα μιας φλύαρης ουδετερότητας».

Δεν είμαι αναρχικός. Δεν είμαι αντεξουσιαστής. Δεν είμαι καν αριστερός ή φιλελεύθερος αλλά μπορώ να ταυτιστώ απόλυτα με τα λόγια αυτά. Υποστηρίζω τη ζωή μου με τις πράξεις μου και τις πράξεις μου με τη ζωή μου.

Ίσως ο Νίκος πεθάνει. Ίσως να μη γίνει τίποτα, ίσως ακόμη και ο ίδιος να προδώσει τον εαυτό και τις ιδέες του αλλά για εμένα ο αγώνας συνεχίζεται. Από διαφορετικό μετερίζι, με διαφορετικό τρόπο αλλά θα τα καταφέρω. Θα τα καταφέρουμε. Θα υπερνικήσουμε και θα θριαμβεύσουμε στο τέλος.

Venceremos αδέρφια.

This entry was posted in Αφηγημα, Ιαχές, Ιαχες, Πεζογραφια, Σεραφειμ Σιγμα and tagged , , , , , , , , , , , , , . Bookmark the permalink.

Σχολιάστε