Η ζωή μας χάνεται

Η ζωή μας χάνεται
σε άσκοπες παρέες
σε ακατάλληλες γυναίκες
διεφθαρμένα επαγγέλματα
κι αφόρητους συγγενείς.
 
Έχω αδειάσει το χαρτί από δάκρυα και συγκινήσεις της πλάκας
αποφεύγω να το εκθέτω σε μάτια με το δάκρυ πάνω-πάνω
βαρέθηκα τις ευαισθησίες
ξέρω πως όλα είναι ένα μάτσο τρίχες
και μένω απ’ έξω.
 
Δυο πράγματα πρέπει να κρατήσω αμετάβλητα:
να μη γίνομαι βάρος
και ν’ αποφεύγω τους κουλτουριάριδες.
Γελάς;
 
Κάποιο βράδυ στη γειτονιά
πέρασα από μπροστά μου βιαστικός
φορούσα εκείνο το ημίπαλτο και τις καφέ μπότες
κι ούτε που γύρισα.
 
Αν με ξαναδώ δε θα με αφήσω να φύγω.
Θα με κρατήσω με τη βία
και θα βουτήξω το χέρι μου βαθιά στο μυαλό
ν’ ανασύρω έστω και νεκρό
εκείνο το παιδί που κάποτε αγάπησες.
Θα στο χαρίσω
για να το πλάσεις όπως πάντα ήθελες.
 
Με πήρες χθες αργά μεσάνυχτα, είπες
πως είμαι απόμακρος, σκληρός κι άλλα τέτοια
πως άλλαξα έτσι ξαφνικά μέσα σε μια μέρα
και δε μ’ αναγνωρίζεις.
 
Φίλε, νιώθω τ’ αριστερό μου χέρι μουδιασμένο
δεν κοιμάμαι και το σώμα μου διαμαρτύρεται.
Χάνω τα μικρά νοήματα της ζωής
κι αργοσβήνει μέσα μου η φλόγα.
Είμαι κουρασμένος.
 
Δε θα γράψω την ποίηση που θες  
θα γράφω την ποίηση που νιώθω.
Μην επιμένεις μαλάκα  
δεν ξέρεις τι περνάω.
This entry was posted in Βασιλης Ευφροσυνιδης, Ποιηση, Σπιτι στην Καμαρα. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε